φυτογεωγραφικός

φυτογεωγραφικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτογεωγραφία
2. φρ. «φυτογεωγραφικά βασίλεια»
βιολ. οι κύριες γεωγραφικές διαιρέσεις τού κόσμου με βάση την χαρακτηριστική σύνθεση τής χλωρίδας τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytogeographic(al) < phytogeography (βλ. λ. φυτογεωγραφία). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1897 στο περιοδικό Επετηρίς Παρνασσού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φυτογεωγραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτογεωγραφία (βλ. λ.), που είναι της φυτογεωγραφίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”